Η Μάνια Μπίκοφ μίλησε εκ νέου για την σεξουαλική παρενόχληση που δέχθηκε πριν 30 χρόνια όταν ήταν ακόμα παίκτρια του πόλο, ενώ εξήγησε γιατί μίλησε τώρα δημόσια.

Μορφή χιονοστιβάδας έχουν πάρει πλέον οι αποκαλύψεις γυναικών από τον χώρο του αθλητισμού, ότι έπεσαν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, έπειτα από την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, η οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από τον αντιπρόεδρο της ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας Αριστείδη Αδαμόπουλο.

Η ίδια αρχικά μίλησε στο περιοδικό Marie Claire, για το περιστατικό αυτό και στη συνέχεια στην διαδικτυακή Ημερίδα «Start to Talk/Σπάσε τη Σιωπή- Μίλησε, Μην ανέχεσαι», δίνοντας με τον τρόπο αυτό θάρρος στις αθλήτριες να σπάσουν την σιωπή τους και να μιλήσουν ανοιχτά για παρόμοια περιστατικά.

Ένα από τα πρόσωπα που βρήκαν το θάρρος να εκφραστούν δημόσια ήταν και η πρώην διεθνής πολίστρια Μάνια Μπίκοφ. Η ίδια στα 20 της χρόνια έφυγε από τα Χανιά και μετακόμισε στην Βουλιαγμένη, με το όνειρο της να μην είναι άλλο, από το να κυριαρχήσει στις πισίνες ως επαγγελματίας παίκτρια του πόλο.

Η ίδια μίλησε στο protothema.gr για την δική της περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης. «Κατά την διάρκεια μιας προετοιμασίας, ένοιωσα ενοχλήσεις στον ώμο» ανέφερε αρχικά η ίδια, για να προσθέσει στην συνέχεια τα εξής: «Το ανέφερα στον προπονητή μου κι αυτός όπως συνήθως γίνεται, μου είπε να πάω στο γιατρό να το κοιτάξω. Πήγαμε στον γιατρό της ομάδας, μαζί με μια συμπαίκτρια μου που οδηγούσε αυτοκίνητο. Δεν μου είχε ξανασυμβεί να επισκεφτώ ορθοπεδικό για τον ώμο μου, ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά. Πάμε λοιπόν στο ιατρείο του, έρχεται η σειρά μου, μπαίνω μέσα και το πρώτο πράγμα που μου λέει, είναι να βγάλω την μπλούζα μου. Την βγάζω και μένω με το μαγιό. Τότε εκείνος μου λέει «να βγάλετε και το μαγιό». Ένιωσα άβολα, τα έχασα. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε να κατεβάσω το ολόσωμο μαγιό που φορούσα μέχρι τη μέση και να αφήσω εκτεθειμένο το στήθος μου στο βλέμμα του. Εγώ δεν ήξερα τότε αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να κατεβάσω το μαγιό μου, διότι δεν είχα ποτέ υποβληθεί σε παρόμοια εξέταση. Πράγματι λοιπόν με εξέτασε, δεν με ακούμπησε, δεν έκανε κάτι άλλο, όμως αυτή η αίσθηση που έπρεπε να βρίσκομαι ημίγυμνη μπροστά του δεν με έκανε να νοιώθω καλά. Φεύγοντας με άλλες δυο συναθλήτριες που επίσης εξέτασε, τις ενημερώνω για όσα συνέβησαν. «Ρε παιδιά μου είπε να κατεβάσω το μαγιό» τους είπα. Τότε εκείνες μου απάντησαν: «Μην δίνεις και πολλή σημασία, έτσι κάνει αυτός» σα να είναι φυσιολογικό όλο αυτό που συμβαίνει και πως συμβαίνει και σε εκείνες».

Όπως περιγράφει η ίδια, στην συνέχεια των λεγομένων της αναγκάστηκε να επισκεφτεί για δεύτερη φορά τον ορθοπεδικό της ομάδας, προκειμένου να συνεχίσει την θεραπεία της, με στόχο να επιστρέψει όσο πιο σύντομα στην προετοιμασία: «Έπρεπε να πάω γιατί όπως μου είχε πει, θα μου έκανε κάποιες ενέσεις ενζύμων για να μπορώ να βγάζω την προπόνηση» λέει η αθλήτρια . Και συνεχίζει: «Δεύτερη φορά λοιπόν και μου λέει ξανά, «κατέβασε το μαγιό». Λέω μέσα μου, γιατί μου συμβαίνει ξανά αυτό και αμέσως τον ρωτάω. Τότε αυτός μου απαντάει: «Γιατί, ντρέπεσαι;» Αυτό το βλέμμα και την χροιά της φωνής του, που με δυο λέξεις σε ξεγυμνώνει, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ηχεί στα αυτιά μου, ξανά και ξανά και τώρα που το συζητάμε, είναι σα να το ακούω για πρώτη φορά. Κατέβασα πάλι το μαγιό, μου έκανε τις ενέσεις, ξαναλέω, δεν είναι ότι με υπέβαλε σε αυτή την άβολη δοκιμασία για με ακουμπήσει ή κάτι άλλο, όμως ακόμα κι αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Εγώ στην ηλικία 20 ετών, όμως, δεν ήξερα τι είναι και τι δεν είναι ανεπίτρεπτο. Έλεγα γιατρός είναι, ξέρει. Βλέπει τόσους αθλητές, είναι τοπ σε αυτό που κάνει, Μάνια μάλλον εσύ δεν ξέρεις, αυτός ξέρει, έλεγα στον εαυτό μου».

Όπως αναφέρει την τρίτη και την τέταρτη φορά, που χρειάστηκε να επισκεφτεί τον ορθοπεδικό, προκειμένου να ολοκληρώσει την θεραπεία, η Μάνια Μπίκοφ πέρασε την πόρτα του ιατρείου αποφασισμένη, να μην ενδώσει την επιθυμία να ξεγυμνωθεί ξανά μπροστά του: «Πήγαινα και του έλεγα, γιατρέ είμαι μια χαρά και ίσα, ίσα κατέβαζα την τιράντα στο σημείο όπου έπρεπε να γίνει η ένεση. Του έδειχνα με τον τρόπο μου και τις κινήσεις του σώματος μου ότι δεν μου άρεσε αυτό που γινόταν τις άλλες φορές. Δεν είπα ποτέ τίποτα σε κανέναν, ούτε στον προπονητή μου, ούτε στο σωματείο. Κάθε φορά που πονούσα πήγαινα σε άλλους γιατρούς, μέχρι που αναγκάστηκα να χειρουργηθώ για να απαλλαγώ από τα προβλήματα που αντιμετώπιζα στον ώμο. Κανείς απ’ όλους τους άλλους γιατρούς που με εξέτασαν δεν μου είπαν να κατεβάσω το μαγιό μου για να δω τον ώμο σου»

Ολοκληρώνοντας τα λεγόμενα της, η ίδια εξήγησε το γιατί χρειάστηκε να περάσουν περίπου τριάντα χρόνια, προκειμένου να μιλήσει δημόσια για την εμπειρία της αυτή: «Το κάνω τώρα και συμπαρίσταμαι στην Σοφία Μπεκατώρου που δέχεται έναν ανελέητο πόλεμο σχολίων στα σόσιαλ μίντια διότι όταν συνέβησαν αυτά, ούτε διαδίκτυο υπήρχε, ούτε Facebook, ούτε τίποτα. Για να μπορέσεις να υψώσεις ανάστημα και να στηρίξεις μια τέτοιου περιεχομένου καταγγελία έπρεπε να είσαι εκπαιδευμένος στο τι πρέπει και τι δεν πρέπει αλλά και να χεις πλάτες για να στηρίξουν όταν θα πέσουν πάνω σου να σε ξεσκίσουν. Ποιο παιδί 20 χρονών σε έναν σύλλογο ή σε μια εθνική ομάδα θα ρίσκαρε για κάτι που είχε κοπιάσει για να τα βάλει με ένα θηρίο; Δεν θα μιλήσει κανείς, όπως και δεν μιλάνε και πάρα πολλοί άντρες επίσης. Γιατί η παρενόχληση δεν έχει να κάνει με το φύλο, έχει να κάνει ξεκάθαρα με την εξουσία που έχει κάποιος και πως μπορεί και σε χειραγωγεί εκμεταλλευόμενος την θέση του. Πραγματικά πιστεύω ότι υπάρχουν ελάχιστες γυναίκες που δεν έχουν να διηγηθούν μια ιστορία που λίγο ή πολύ τους έχει φέρει σε μια παρόμοια δύσκολη θέση. Και αντίστοιχα πολλοί άνδρες. Ο αθλητισμός είναι ένας υγιής πυρήνας της κοινωνίας μας και έτσι πρέπει να παραμείνει και δεν μπορεί ο εκάστοτε παράγοντας που έχει κάποια εξουσία να εκμεταλλεύεται την κάθε Σοφία η οποία θα μπει στο τρυπάκι να σκεφτεί ότι αν μιλήσει μπορεί να καταστραφεί η καριέρα της».