Ο Ρόμπερτ Λεβαντόφσκι περίμενε μέχρι τα 32 του για να ακούσει τον πλανήτη να τον αποκαλεί τον καλύτερο, αλλά η επιμονή του τον έκανε να το ακούσει κάποτε.

Θα μείνει στην ιστορία του σύγχρονου ποδοσφαίρου, καθώς εκτός ότι επιβραβεύτηκε ως ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής για το 2020, έσπασε το δίπολο των Κριστιάνο Ρονάλντο και Λιονέλ Μέσι.

Θα πουν κάποιοι πως το κατάφερε και ο Λούκα Μόντριτς, αλλά δεν είναι το ίδιο. Πολλοί, μαζί και εγώ, αμφισβητούν πως ο Κροάτης μέσος άξιζε την Χρυσή Μπάλα.

Φυσικά, δεν είμαστε οι ειδικοί για να το κρίνουμε αυτό, όμως κανένας δεν θα αμφισβητήσει πως ο Πολωνός “δολοφόνος” άξιζε αυτό τον τίτλο, μιας και δεν απονεμήθηκε Χρυσή Μπάλα.

Αυτό είναι που θα λησμονεί ο Ρόμπερτ, ότι την χρονιά που κατάφερε να φτάσει στην κορυφή, πέτυχε την πανδημία του κορωνοϊού, που έφερε την ακύρωση της απονομής του “Ballon d’Or”.

Τουλάχιστον, ο… πόνος απαλύνθηκε με τα βραβεία των FIFA Men’s Player of the Year και UEFA Men’s Player of the Year.

Κατάφερε να κλείσει το ημερολογιακό έτος με 47 γκολ, πράγμα απίθανο όταν μιλάμε για κάποιον εκτός των Ρονάλντο και Μέσι.

Ένας παίκτης που άξιζε έστω και μία χρονιά να νιώσει ο καλύτερος και να τιμηθεί ως τέτοιος. Το απίθανο δεν ήταν μόνο τα στατιστικά του, αλλά ότι συνδυάστηκαν με αναρίθμητους τίτλους.

Ο Λεβαντόφσκι οδήγησε την Μπάγερν Μονάχου στην κατάκτηση των Bundesliga, DFB Pokal, Champions League για την σεζόν 2019-20 και τα DFL SuperCup και UEFA Super Cup για το υπόλοιπο του χρόνου.

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Robert Lewandowski (@_rl9)

Τι να τα κάνεις τα γκολ, αν δεν έχουν αποτέλεσμα και δεν φέρνουν τίτλους. Απέδειξε σε όλους πως είναι μία μηχανή των γκολ και έδειξε πιο ώριμος από ποτέ.

Πέτυχε σημαντικότατα τέρματα και θα έχει να λέει πως ήταν ο ηγέτης σε μία ομάδα που έφτασε σε treble, την απόλυτη καταξίωση για έναν ποδοσφαιριστή.

Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις κάποιο γκολ του, γιατί όλα ήταν ξεχωριστής σημασίας και ήταν πραγματικά πολλά αυτά που ήταν πολύ δύσκολα.

Η σεζόν 2019-20 είχε ξεκινήσει άσχημα υπό τις οδηγίες του Νίκο Κόβατς και η κατάκτηση όλων αυτών φάνταζε ως άπιαστο όνειρο.

Ήρθε σαν από μηχανής θεός ο Χανς Ντίτερ Φλικ για να τα αλλάξει όλα αυτά μετά τον Νοέμβριο και να κατακτήσει ότι βρήκε στον διάβα του. Φυσικά, χωρίς τον Πολωνό, ίσως να μην τα κατάφερνε όλα, ίσως και τίποτα.

Ο Γερμανός κόουτς έφτιαξε όλο το παιχνίδι του γύρω από τον Ρόμπερτ και αυτός δεν τον απογοήτευσε, τελειώνοντας με 34 γκολ σε 31 εμφανίσεις στην Bundesliga και με 15 τέρματα σε 10 ματς στο Champions League.

Εξωπραγματικά νούμερα, που θα ήταν κρίμα να μην συνοδευτούν με τους απαραίτητους τίτλους. Πάντως δεν σταμάτησε εκεί και το 2021 θα τον βρει με 17 γκολ (σε 12 ματς) στο πρωτάθλημα και 3 (σε 4 ματς) στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση.

Ανάγκασε τους δύο μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της, τουλάχιστον, σύγχρονης ιστορίας να υποκλιθούν στον κορυφαίο για αυτή την χρονιά. Μπορεί να μην ακούγεται τόσο σημαντικό, αλλά μιλάμε για έναν ποδοσφαιριστή που έφτασε να το καταφέρει στα 32 του.

Σαν να λέμε πως περνάει δεύτερη νιότη και τώρα είναι πως έχει φτάσει στο πικ της καριέρας του και παίζει το καλύτερο ποδόσφαιρο. Και αυτό αποδεικνύεται από τα προσωπικά, και όχι μόνο, ρεκόρ που έσπασε.

Ήταν ένας παίκτης που πάντα τον εκτιμούσες και τον συγκατάλεγες στους κορυφαίους, αλλά μέχρι πέρσι, δεν τον ξεχώριζες μόνο του. Το 2020 έφερε πολλά κακά, όμως ο επιθετικός της Μπάγερν θα έχει να το θυμάται για όλη του την ζωή.

Είναι από τους λίγους ανθρώπους που επωφελήθηκαν από αυτή την χρονιά, αν και όπως προαναφέραμε, του στέρησε τη δυνατότητα να πάρει μία Χρυσή Μπάλα.

Ποιος ξέρει, μπορεί και το 2021 να αποτελέσει φωτοτυπία του ’20 και να μπορέσει να πάρει το υπέρτατο βραβείο, συνδυάζοντας και όλα τα υπόλοιπα.

Το δείγμα του πρώτου μισού της σεζόν 2020-21 είναι άκρως θετικό και υπόσχεται πολλά, τόσο για τον ίδιο, αλλά και για εμάς, που απολαμβάνουμε το ποδόσφαιρο.

Ένας άκρως υποτιμημένος επιθετικός που ξεχώρισε με ένα στυλ που θυμίζει περισσότερο παίκτη παλαιάς κοπής, λόγω του σωματότυπου του και της απουσίας της ταχύτητας σε σχέση με άλλους.

Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να ξεχωρίσει σε μια δύσκολη ηλικία, που τον απέρριψε η ίδια ομάδα δύο φορές, ενώ έφτασε κοντά να βρεθεί στην χώρα μας, με την φανέλα του Παναθηναϊκού.

Σίγουρα οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, Έλληνες φίλαθλοι θα το έχουμε άχτι, να απολαύσουμε στα γήπεδα μας έναν εκ των κορυφαίων παικτών παγκοσμίως. Τουλάχιστον, με την συμμετοχή των ελληνικών ομάδων στο Champions League, τον είδαμε έστω και λίγο σε “Καραϊσκάκη” και “ΟΑΚΑ”.

Αποτελεί έναν από τους πιο εύθυμους χαρακτήρες και του ευχόμαστε να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο και το νέο έτος, με πολλά γκολ και επιτέλους τη “Ballon d’Or”.