Ο Εμιλιάνο Μαρτίνες, τόνισε πως αρέσει στην ομάδα ότι λέγεται πως δεν είναι το φαβορί για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.

«Ξέρουμε ότι είναι τρελό, αρχίσαμε με ήττα από τη Σαουδική Αραβία, ήταν σαν να δεχθήκαμε ένα κουβά με κρύο νερό. Βελτιωθήκαμε παιχνίδι με παιχνίδι, πρώτα θέλαμε να περάσουμε ως πρώτοι. Με την Αυστραλία υποφέραμε, με την Ολλανδία στα πέναλτι, ήταν δύσκολος δρόμος, αλλά είπαμε μετά τη Σαουδική Αραβία ότι δεν πρόκειται να φύγουμε από τη χώρα σε κακή κατάσταση και θα τα δώσουμε όλα για να παίξουμε στον τελικό», τόνισε σήμερα στην συνέντευξη Τύπου.

«Νιώθουμε κοντά τον κόσμο, σε κάθε παιχνίδι, σε κάθε γήπεδο, νιώθουμε ως ντόπιοι. Μας κάνουν να νιώθουμε σαν να παίζουμε στην Αργεντινή και αυτό είναι το μεγάλο πλεονέκτημα που μας βοήθησε να σηκωθούμε από το κακό παιχνίδι με τη Σαουδική Αραβία. Έχουμε καλή άποψη για την Γαλλία, είναι οι παγκόσμιοι πρωταθλητές. Είναι επικίνδυνοι στα τρία τέταρτα, έχουν υπέροχους αμυντικοί, σπουδαίο τερματοφύλακα. Δεν είναι απλά ένας παίκτης. Ξέρουμε πόσο καλοί είναι μπροστά, αλλά θα προσπαθήσουμε να παίξουμε το παιχνίδι μας. Η Γαλλία είναι πολύ περισσότερα από τον Μπαπέ», πρόσθεσε.

«Έχουμε το πλεονέκτημα ότι έχουμε τον καλύτερο παίκτη στον κόσμο και το να παίζουμε με τέσσερις ή πέντε αμυντικούς είναι το ίδιο. Μας αρέσει όταν λένε ότι η άλλη ομάδα είναι φαβορί, γιατί δεν νιώθουμε λιγότεροι από κανέναν. Αν έχουμε μια καλή αμυντική βραδιά, έχουμε την ευκαιρία να πάρουμε τον τίτλο. Βλέπω τον Λιονέλ τόσο χαρούμενο, όπως τον βλέπουν στο γήπεδο. Σε αυτό το Παγκόσμιο Κύπελλο πήγε το Copa América ένα βήμα παραπέρα. Τον βλέπω καλύτερο σωματικά και ποδοσφαιρικά», συμπλήρωσε.

«Είναι δύσκολο να μην σκεφτείς τι σου κόστισε να φτάσεις εδώ, θα ήταν ψέμα να μην πω ότι μου πέρασε από το μυαλό. Είμαι μαχητής και πάλεψα όλη μου τη ζωή, από τότε που ήμουν 12 χρονών και πήγα στην Ιντεπεντιέντε, στα 17 μου πήγα στην Άρσεναλ. Μέχρι τα 26 μου δεν με ήξεραν στην Αργεντινή, όπως άξιζε. Έφυγα από την πόλη μου όταν ήμουν πολύ μικρός, έπρεπε να μπω στο τρένο για να βοηθήσω την οικογένεια. Ο Αργεντινός είναι παθιασμένος, αγαπάει τη χώρα του πάνω από όλα και προσπαθούμε να εκπροσωπήσουμε αυτό το συναίσθημα στον αγωνιστικό χώρο. Είμαι πολύ φυσιολογικό παιδί, δεν ανεβαίνω όταν τα πράγματα πάνε καλά και δεν βουλιάζω όταν πάνε στραβά. Έχω την οικογένεια και τους φίλους μου. Όταν πάω στην Αργεντινή, προσπαθώ να κάνω φιλανθρωπικά έργα. Κατάγομαι από ένα μέρος στη Μαρ ντελ Πλάτα, όπου δεν γεννήθηκα σε μια κοιτίδα χρυσού και ένιωσα αυτή την έλλειψη και την ανάγκη. Πρέπει να παίξουμε με ψυχραιμία όπως παίζαμε και μην κάνουμε πράγματα που δεν κάναμε.»