Ο Νταμίρ Κάναντι παραχώρησε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης και μίλησε για την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, την πορεία του ως προπονητής και την ζωή του στον Ατρόμητο.

Αναλυτικά τα όσα είπε στο athletestories.gr:

Για την προπονητική του καριέρα και τη φιλοσοφία του: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω: δεν ήταν όνειρό μου να κοουτσάρω επαγγελματικά. Ούτε καν. Αλλά, μετά από έξι-επτά χρόνια, όταν έρχονταν οι κατακτήσεις κάποιων ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων, μου άρεσε. Ήθελα να κερδίζω. Η «πίεση» αυτή με οδήγησε στην απόφαση.

Ξεκίνησα, λοιπόν, από τη δεύτερη κατηγορία, συνέχισα στην πρώτη και τώρα… είμαι εδώ.

Η φιλοσοφία μου; Μικρές λεπτομέρειες. Παίζουν μεγάλο ρόλο μαζί με τη θετική σκέψη. Να έρχεσαι κάθε μέρα στην προπόνηση και να δίνεις τον καλύτερο εαυτό σου. Όχι μόνο για σένα. Για την ομάδα σου. Είναι πολύ σημαντικό αυτό στο ποδόσφαιρο και το σέβομαι.

Και, μετά, στον αγώνα: όταν μιλάμε για αγωνιστική φιλοσοφία, θέλω ισορροπία, έλεγχο του παιχνιδιού και άμυνα που ξεκινάει από την επίθεση. Η ομάδα είναι πάνω απ’ όλα και με βάση αυτό γίνονται και οι μεμονωμένες προσπάθειες.

Δεν νιώθω «δάσκαλος», όχι. Τα βασικά του ποδοσφαίρου είναι αυτά που μου αρέσουν και το πιο σημαντικό είναι ο σεβασμός. Ξεκινάω από αυτό. Στα πάντα. Με τους παίκτες μου, τους συνεργάτες μου. Τη διοίκηση.

Δεν είμαι «δάσκαλος», λοιπόν. Αγαπώ το ποδόσφαιρο και κάνω τα πάντα για το ποδόσφαιρο. «Χτίζω» κάθε μέρα και μαθαίνω από το ποδόσφαιρο. Μου αρέσει να μαθαίνω από τους παίκτες μου. Από οτιδήποτε. Από την προσωπικότητά τους, από τα αγωνιστικά στοιχεία τους. Έχω 25 παίκτες στην ομάδα και εργάζομαι εδώ και 17 χρόνια, ως προπονητής. Σε αυτό το διάστημα, έχω μάθει πολλά από τους ανθρώπους που δουλέψαμε μαζί.

Ξέρετε, είναι διαφορετικά να δουλεύεις στην Άλταχ, διαφορετικά στη Ραπίντ και διαφορετικά στον Ατρόμητο. Αλλά αυτό που πρέπει να σέβεσαι και να αποδέχεσαι είναι τον άνθρωπο. Είμαι πολύ ανοιχτός με τους ανθρώπους».

Για τη σχέση με τους παίκτες του: «Με έχουν ρωτήσει αν μιλάω «βρόμικα» στους παίκτες μου. Τι είναι «βρόμικο», όμως; Όταν φωνάζω; Για άλλους, «βρόμικο» είναι να μην λέω τίποτα. Τους παίκτες μου πάντως ποτέ δεν τους χαρακτηρίζω. Δες τους προσφωνώ με τη λέξη «malaka»… Μιλάω τη γλώσσα του ποδοσφαίρου. Και το σίγουρο είναι πως αγαπώ την ομάδα μου.

Αγαπώ τους παίκτες μου. Με διαφορετικό τρόπο από την οικογένειά μου, αλλά τους αγαπώ. Σέβομαι τη διαφορετικότητά τους. Άλλες χώρες, άλλες θρησκείες, άλλες προσωπικότητες.

Τέτοιου είδους προβλήματα δεν είχα ποτέ στη διαδρομή μου. Είμαι από τους προπονητές που πιστεύουν κάθε παίκτη και θέλουν να βελτιώνουν κάθε παίκτη.

Να τους παίρνω την 1η Ιουλίου και την 31η Μαΐου να είναι καλύτεροι. Δεν έχει σημασία πόσο, 1%, 5%, 10%. Αλλά θέλω να γίνονται καλύτεροι. Καλύτεροι παίκτες, καλύτεροι άνθρωποι. Όπως εγώ μαθαίνω από αυτούς, να μαθαίνουν και αυτοί από μένα.

Το αν θα είναι καλοί ή κακοί άνθρωποι, βέβαια, είναι δική τους απόφαση. Πρέπει, όμως, όταν μπαίνουν στο «Μαζαράκη» να κάνουν τα πάντα για τον Ατρόμητο.

Επιτρέψτε μου μια παρένθεση για ένα αγωνιστικό παράδειγμα. Σε ένα παιχνίδι πρωταθλήματος, κόντρα στον Απόλλωνα, στις αρχές του Δεκεμβρίου, πιθανώς να ήμασταν υπερόπτες. Η γλώσσα του σώματος ίσως να το έδειχνε αυτό. Δεν πιέζαμε καθόλου. Μια εβδομάδα μετά, όμως, κόντρα στον Άρη, είχαμε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις για το διάστημα που βρίσκομαι στην ομάδα. Αυτό σημαίνει «πρόοδος».

Μιλώντας για παίκτες, μου αρέσουν οι προσωπικότητες που ξέρουν να φέρονται, που είναι πειθαρχημένοι, που θέλουν να κερδίζουν. Να ανοίγει η πόρτα των αποδυτηρίων και να βλέπω πρόσωπα που έρχονται με όρεξη να δουλέψουν και να μάθουν.

Η προπόνηση δεν είναι για να έρχεσαι απλά στις 11, χαλαρός, να φέρνεις μια τσάντα Louis Vuitton, να κάθεσαι να τρως γλυκάκια και να πίνεις κόκα κόλα».

Για το κομμάτι της πειθαρχίας: «Πειθαρχία είναι να κρατάς και τη θέση σου στον αγωνιστικό χώρο, να μη διαμαρτύρεσαι στο διαιτητή και να μην αργείς στις υποχρεώσεις σου. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που χρειάζεται η πειθαρχία και αυτό ξεκινά από τον προπονητή.

Όταν έρχεσαι με αρνητική σκέψη στον αγωνιστικό χώρο και σε βλέπουν πεσμένο οι παίκτες, κάνουν το ίδιο. Αν μπω στα αποδυτήρια και αρχίσω να φωνάζω «malaka» τον καθένα, οι παίκτες μου θα κάνουν το ίδιο. Αυτό ισχύει και με τα παιδιά μου. Παρατηρούν τι κάνω, κάθε μέρα, και θέλω να είμαι πρότυπο για αυτά. Είναι ζήτημα συμπεριφοράς.

Πειθαρχεία, λοιπόν. Προσωπικά, δεν τσεκάρω ο ίδιος τους παίκτες μου αν ξενυχτούν. Αλλά ο κόσμος του ποδοσφαίρου είναι πολύ μικρός. Ακούω, όσα γίνονται. Μια φορά μπορεί να είναι ΟΚ, αλλά δεύτερη και τρίτη μαθεύονται. Μπορεί να βρεθώ κάπου για καφέ και να με πιάσουν και να μου πουν. Καταλαβαίνετε…

Στα αποδυτήρια, από την πλευρά μου, κάποιες φορές, προσπαθώ να χρησιμοποιώ παραδείγματα από τη ζωή, την κοινωνία. Το ποδόσφαιρο είναι μια σπουδαία δουλειά και είμαστε τυχεροί. Όλοι μας είμαστε τυχεροί που το έχουμε ως επάγγελμα.

Και ο Ανδρέας, που με φωτογραφίζει τώρα, και οι δημοσιογράφοι. Όλοι όσοι βρίσκονται γύρω από το ποδόσφαιρο. Όχι μόνο ο προπονητής και οι παίκτες. Είναι το χόμπι μας και αμειβόμαστε γι’ αυτό. Είμαι πολύ περήφανος για τη δουλειά μου και νομίζω πως το ίδιο ισχύει και με τους παίκτες μου».

Για τη νοοτροπία που θέλει να περάσει στον Ατρόμητο: «Στον Ατρόμητο, συγκεκριμένα, θέλουμε να είμαστε μια ομάδα-νικήτρια. Δεν είναι εύκολο να νικάς, κάθε εβδομάδα. Όταν φοράς τις φανέλες του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ, του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού, του Άρη, πρέπει να κερδίζεις. Τέλος. Κανένα άλλο αποτέλεσμα δεν είναι αποδεκτό.

Στον Ατρόμητο, πρέπει να μάθουμε, και εμείς, με αυτόν τον τρόπο. Μπορεί να μην έχουμε την ίδια ακριβώς πίεση από τα ΜΜΕ ή από τους οπαδούς μας, αλλά τη δίνουμε εμείς την πίεση στους εαυτούς μας. Κάποιες φορές, είναι «εντάξει» να χάσουμε.

Υπάρχει ένας αγώνας Κυπέλλου στον οποίο ηττηθήκαμε με 2-1 από τα Γιάννινα. Δώσαμε το 100%, οι αντίπαλοι σκόραραν με δύο αντεπιθέσεις και χάσαμε. Ο κόσμος μας το αναγνώρισε και μας χειροκρότησε. Αυτή τη φιλοσοφία, θέλω να μεταδίδω στον Ατρόμητο. Να δίνουμε τα πάντα στο γήπεδο. Είναι ένας από τους στόχους μου.

Δεν είναι, όμως, το πιο εύκολο πράγμα αποκτήσεις τη ψυχολογία μιας ομάδας που μπορεί να πάρει έναν τίτλο. Τα τελευταία 25-50 χρόνια ποιοι κατακτούν το πρωτάθλημα; Όποιος έρχεται στον Ατρόμητο, το κάνει για να παίξει. Όχι για να κατακτήσει το πρωτάθλημα».

Για τους στόχους του στον Ατρόμητο: «Ένας από τους στόχους μας είναι να πιστέψουμε πως μπορούμε να κατακτήσουμε έναν τίτλο. Φυσικά και ξέρουμε τις συνθήκες, τα μπάτζετ, τις ιδιαιτερότητες. Αλλά μπορεί, και εμείς, να έχουμε μια σπουδαία ομάδα, με χαρακτήρα και όνειρα. Μπορεί μια φορά στα 100 χρόνια, να κατακτήσουμε και εμείς ένα πρωτάθλημα, όπως η Λέστερ. Γι’ αυτό το όνειρο, λοιπόν, πρέπει όλοι μας να δουλεύουμε.

Κάθε ομάδα ξεκινάει από τη δική της θέση. Δεν λέμε πως «πάμε να το πάρουμε». Στόχος μας είναι να βρεθούμε στο Europa League. Αλλά, αν μας δοθεί μια μέρα η ευκαιρία να διεκδικήσουμε τίτλο, θα το κάνουμε.

Είναι σημαντικό να έχεις στόχους και πίστη στις δυνατότητές σου. Αυτό το καταφέρνουμε μέσω των νικών και της επιβράβευσης που έρχεται από τον κόσμο. Πιστεύουμε στην επιτυχία. Χρειάζεται ένα πακέτο ικανότητας και πνευματικής δύναμης για να πετύχεις. Είτε το έχεις είτε όχι».

Για τη φιλοσοφία που είχε όταν ήταν ποδοσφαιριστής: «Εγώ, ως παίκτης, δεν είχα την καλύτερη συμπεριφορά. Δεν ήμουν ο πιο πειθαρχημένος. Είχα σπουδαίους γονείς. Κανονικοί άνθρωποι που βρέθηκαν από τη Γιουγκοσλαβία στην Αυστρία για να δουλέψουν. Ο πατέρας μου σε μια μεγάλη χαλυβουργική εταιρεία και η μητέρα μου σε μια φαρμακευτική. Οι αποφάσεις μου δεν ήταν καλές, αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να με βοηθήσουν στο ποδόσφαιρο.

Δεν εκμεταλλεύτηκα το ταλέντο μου, γι’ αυτό και δεν έπαιξα σε υψηλότερο επίπεδο.

Μπορεί να κάνουν τα ίδια και οι παίκτες μου. Μιλάω για τη ζωή μου και στα παιδιά μου και τους παίκτες μου. Ξέρετε πώς πάει: «Λούκας, κάνε αυτό, κάνε το άλλο». Εγώ πίστευα μόνο στο ταλέντο μου, δεν ήμουν πειθαρχημένος.

Στο τέλος, ήμουν «malaka»! 

Και μετά, ήρθε η δεύτερη ευκαιρία μου στο ποδόσφαιρο… Η θέση του προπονητή. Η συμπεριφορά μου άλλαξε. Μαθαίνω από το παρελθόν μου».

Για την εμπειρία του από την διαμονή του στην Ελλάδα: «Και, φυσικά, μαθαίνω από τη ζωή και την κουλτούρα της χώρας. Αυτό είναι, για μένα, ο πλούτος στη ζωή. Όχι το χρήμα. Αν είχα την ευκαιρία, το όνειρό μου είναι να πήγαινα στη Γερμανία ή την Αγγλία για να δω τι κάνουν εκεί. Στο ποδόσφαιρο, στη ζωή τους.

Να μάθω τι είναι καλό, τι είναι κακό. Είναι απολαυστικό αυτό. Είναι εμπειρίες ζωής.

Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα, έβλεπα σχεδόν όλους τους προπονητές να έχουν φύγει μετά από δύο μήνες. Πρέπει να ήταν 21 πέρυσι και φέτος έχουν περάσει τους 12.

Τώρα, σκέφτομαι σοβαρά, από του χρόνου, να ξεκινήσω την εκμάθηση ελληνικών. Αν είναι να μείνω εδώ, γιατί όχι; Δεν είναι εύκολη η γλώσσα αυτή, για μένα. Και, μεταξύ μας, δεν είναι και πάντα καλό να την ξέρεις. Τι εννοώ;

Δεν διαβάζω εφημερίδες, δεν μαθαίνω «νέα». Καλά και κακά. Πολλές φορές με ρωτάνε: «είδες αυτό, είδες το άλλο;». Αλλά, δεν θέλω να ξέρω. Παίρνω μόνο, μια φορά την εβδομάδα, κάποιες μικρές πληροφορίες. Και αυτό είναι όλο, μου φτάνει! Το έχω πει και στους ανθρώπους της ομάδας: «μη μου λέτε τίποτα».

Στην Αυστρία, φυσικά, ήταν αλλιώς. Τα έβλεπα όλα…

Στο να ζω άνετα στην Ελλάδα, με βοηθά και η κροατική μου πλευρά. Είναι πολύ κοντινός ο τρόπος σκέψης και ζωής των δύο χωρών. Υπάρχει εξωστρέφεια, η νοοτροπία στην Ελλάδα είναι παραπλήσια με αυτή των χωρών της πρώην Γιουγκοσλαβίας και των Βαλκανίων. Η Κροατία παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι για μένα. Μιλάω τη γλώσσα, είναι και εκεί το σπίτι μου, σε ένα μικρό νησί.

Γεννήθηκα, όμως, στην Αυστρία. Οι φίλοι μου είναι Αυστριακοί και η χώρα αυτή βρίσκεται, επίσης, στην καρδιά μου. Έχω συγγενείς στην Κροατία και την οικογένειά μου στην Αυστρία.

Η οικογένειά μου, ξεκάθαρα, μου λείπει. Η γυναίκα μου, η κόρη μου… Αλλά βρίσκουμε τρόπους. Η σεζόν, στην Ελλάδα, τελειώνει τον Μάιο. Τον Μάιο και τον Ιούνιο, πηγαίνω στην Αυστρία, Ιούλιο και Αύγουστο έρχεται η οικογένειά μου στην Ελλάδα. Υπάρχουν και οι γιορτές, περνάμε, δηλαδή, περίπου έξι μήνες μαζί. Επίσης, η απόσταση Αθήνας-Ζυρίχης είναι δύο ώρες και μπορώ εύκολα να βρεθώ στο σπίτι μου, με την οικογένειά μου, ακόμη και για μία ημέρα.

Ορισμένοι αναρωτιούνται: «γιατί δεν έρχεται στην Ελλάδα η οικογένειά σου;». Η δουλειά μου είναι πολύ δύσκολη. Η κόρη μου πηγαίνει στην 1η τάξη του γυμνασίου. Δεν γίνεται να της αλλάζω, κάθε χρόνο, σχολείο. Είναι μόλις 10 και χρειάζεται σταθερότητα και το επάγγελμά μου δεν είναι σταθερό.

Στην Ελλάδα, πάντως, λαμβάνω μεγάλο σεβασμό. Έχω πολύ καλή ζωή εδώ και το απολαμβάνω. Στην Αυστρία, κάποιος μπορεί να προτιμά να ζούσε στην Ελλάδα. Και στην Ελλάδα, συμβαίνει το ίδιο. Κάποιος μπορεί να προτιμά να ζούσε στην Αυστρία. Πιστέψτε με, είναι αλήθεια. Όντως, κάποιες φορές, είναι καλύτερα στην Αυστρία και κάποιες καλύτερα στην Ελλάδα.

Προσωπικά, μου είναι δύσκολο να πω τι θα μπορούσα να αλλάξω προς το καλύτερο στην Ελλάδα… Τη ζωή μπορούν να τη βελτιώσουν οι πολιτικοί. Είναι διαφορετική η ζωή στις δύο χώρες. Στην Αυστρία, υπάρχουν πολλοί κανόνες και είναι αυστηροί. Στην Ελλάδα, επίσης υπάρχουν κανόνες, αλλά πολλές φορές δεν είναι αποδεκτοί από τους ανθρώπους.

Ένα καλό παράδειγμα θα βρείτε στους δρόμους…

Όταν οδηγώ στην Αυστρία, οι αποστάσεις των αμαξιών, στην κίνηση, είναι αρκετά μεγάλες, προκειμένου να μπορεί να ελιχθεί ένα ασθενοφόρο ή ένα περιπολικό, για παράδειγμα.

Στην Ελλάδα, όλα είναι τελείως διαφορετικά. Ό,τι και να κάνεις, ακούς απλά μια δυνατή φωνή: «re malakaaaaa». Είναι τρελό, αλλά και αστείο.

Τέτοιες καταστάσεις είναι ή δείχνουν νορμάλ για τους ανθρώπους, σε κάθε μέρος.

Αν με ρωτάτε, λοιπόν, τι θα άλλαζα, η απάντηση είναι: «Εγώ δεν ήρθα εδώ για να αλλάξω κάτι. Ήρθα μόνο για να πετύχω».